- ανήστευτος
- η , ο [ος , ον ] 1.) не постившийся;2) не постящийся, не соблюдающий поста
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανήστευτος — η, ο αυτός που δε νήστεψε ή δε νηστεύει: Πήγε και κοινώνησε ανήστευτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανήστευτος — η, ο 1. αυτός που δεν τηρεί τις νηστείες που ορίζει η Εκκλησία 2. αυτός που δεν τήρησε νηστεία, δεν νήστεψε 3. (για ημέρες) η ημέρα για την οποία από την Εκκλησία δεν ορίζεται νηστεία … Dictionary of Greek